δέσποσμα

Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A act of authority: pl., δ. Μοιρῶν decrees of fate, Man.4.38.

German (Pape)

[Seite 551] τό, Herrschaft, Maneth. 4, 38.

Greek (Liddell-Scott)

δέσποσμα: τό, δεσποτικὴ θέλησις, δεσποτικὴ ἀρχή, Μανέθ. 4. 38.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
gesto de autoridad κατ' οἰκείων ... δεσπόσμασι μοιρῶν por imposiciones del destino propio Man.4.38.

Greek Monolingual

δέσποσμα (-ατος), το (Α) δεσπόζω
η δεσποτική αρχή, η θέληση του κυρίου.