διαμύδησις

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[ῠ], εως, ἡ,

   A decay, mortification, Sor.1.73.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
medic. fungosidad, mortificación de un tejido, Sor.146.17.

Greek Monolingual

διαμύδησις, η (Α) διαμυδώ
σάπισμα, αλλοίωση ιστού ή οστού, που εμφανίζεται με σπογγοειδή μορφή.