αλλοίωση

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοίωσις)
η μεταβολή, η μετατροπή, η διαφοροποίηση
νεοελλ.
1. νοθεία, παραποίηση
2. (για τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) αποσύνθεση
αρχ.
1. ανομοιότητα, διαφορά
2. σύγχυση φρενών, παραφροσύνη
3. (Γραμμ.) ασύντακτο σχήμα, το λεγόμενο ανακόλουθο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοιώσιμος].