διαμυδώ

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source

Greek Monolingual

διαμυδῶ (-άω) (Α) μυδώ
γίνομαι σπογγοειδής, σαπίζω εντελώς.