διαρρυθμίζω

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A adjust, κανόνα IG12.373.70; arrange in order, LXX 2 Ma.7.22.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρυθμίζω: κατατάσσω, διευθετῶ κατὰ τάξιν, Μακκαβ. 2. 7, 22.

Spanish (DGE)

1 ajustar κανόνα IG 13.475.70 (V a.C.).
2 poner en orden, componer τὴν ἑκάστου στοιχείωσιν οὐκ ἐγὼ διερρύθμισα LXX 2Ma.7.22, τὸν οἰκεῖον βίον Thdt.M.80.1237C.

Greek Monolingual

διαρρυθμίζω)
διευθετώ, τακτοποιώ.