διεύθυνση
Greek Monolingual
η
1. διοίκηση ιδρύματος ή υπηρεσίας
2. το γραφείο του διευθυντή, διευθυντήριο
3. το προσωπικό της διευθύνσεως και ο διευθυντής
4. τόπος διαμονής
5. ο τόπος διαμονής του αποδέκτη που γράφεται πάνω σε γράμμα, δέμα κ.λπ.
6. σημείο όπου κατευθύνεται κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διευθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].