διεύθυνση

Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. διοίκηση ιδρύματος ή υπηρεσίας
2. το γραφείο του διευθυντή, διευθυντήριο
3. το προσωπικό της διευθύνσεως και ο διευθυντής
4. τόπος διαμονής
5. ο τόπος διαμονής του αποδέκτη που γράφεται πάνω σε γράμμα, δέμα κ.λπ.
6. σημείο όπου κατευθύνεται κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διευθύνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].