διευθυντήριο
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Greek Monolingual
το
1. το γραφείο του διευθυντή μιας υπηρεσίας
2. ονομασία της πενταμελούς εκτελεστικής επιτροπής στη Γαλλία από το 1795 ώς το 1799
3. ονομασία τών πρώτων πολιτικών εξουσιών στην Πελοπόννησο στην Επανάσταση του 1821
4. συμβούλιο ή ομάδα με υπερβολικές ή αυταρχικές εξουσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. directoire). Η λ. διευθυντήριον μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή].