δράσιμος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

[ᾱ], ον,

   A = δραστήριος: τὸ δ. activity, vigour, A. Th.554.

German (Pape)

[Seite 665] was zu thun ist; ἀνὴρ ἄκομπος, χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δράσιμον Aesch. Spt. 536, Schol. πολεμικώτατός ἐστιν.

Greek (Liddell-Scott)

δράσῐμος: [ᾱ], -ον, = δραστήριος· τὸ δρ., δραστηριότης, Αἰσχύλ. Θήβ. 554.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ce qu’il faut faire, ce qu’on peut faire.
Étymologie: δράω.

Spanish (DGE)

(δράσῐμος) -ον

• Prosodia: [-ᾱ-]
subst. τὸ δράσιμον lo que puede hacerse χεὶρ δ' ὁρᾷ τὸ δ. A.Th.554.

Greek Monolingual

δράσιμος, -ον (Α)
1. δραστήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το δράσιμον
ενέργεια, δράση.