δρυκολάπτης

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

   A v. δρυοκολάπτης.

German (Pape)

[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.

Greek (Liddell-Scott)

δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pivert, oiseau.
Étymologie: δρῦς, κολάπτω.

Spanish (DGE)

(δρῠκολάπτης) -ου, ὁ pájaro carpintero Ar.Au.480, 979, Eust.664.37, cf. δρυοκολάπτης.

Greek Monolingual

δρυκολάπτης, ο (Α)
βλ. δρυοκολάπτης.