κολάπτω
English (LSJ)
of birds,
A peck, κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν, of a hen, Hp.Nat.Puer.30; κ. τὰ ἕλκη, τὰ ὄμματα, Arist.HA609a35, b6; τὸ ἧπαρ, of the eagle and Prometheus, Luc.Sacr.6 codd.; τινα, of a crane, AP11.369 (Jul. Antec.): metaph., of a man, ᾠὰ κ. Anaxil.18.4; of rain-drops breaking up the soil, Thphr. Fragmenta 30.2; of horses, strike with the hoof, App. Pun.129; of Pegasos, produce by striking the ground with his hoof, κρήνην AP15.25.19 (Besant.).
2 carve, engrave, γράμμα εἰς αἴγειρον ib.9.341 (Glauc.); τὸ δόγμα κολαφθὲν εἰς στάλαν IG14.256 (Phintias), cf. 952 (Acragas), Πολέμων 1.30 (Demetrias), Luc.Dips.6, PLeid.X.36.
German (Pape)
[Seite 1472] schlagen auf Etwas; von den Vögeln, mit dem Schnabel, Arist. H. A. 9, 1; ᾠά, aufschlagen, Anaxil. Ath. XII, 548 c; – bes. durch Schlagen ausdödlen, eingraben, vom Steinmetz, meißeln, einmeißeln; κατὰ φλοιοὺ γράμμα εἰς αἴγειρον Glauc. 2 (IX, 341); vgl. Callim. frg. 101.
French (Bailly abrégé)
entamer, ouvrir en déchiquetant à coups de bec.
Étymologie: R. Κλαφ ; cf. R. Γλυφ, creuser, gratter.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολάπτω inbeitelen, graveren. pikken, van vogels.
Russian (Dvoretsky)
κολάπτω:
1 ударять клювом, клевать (τὰ ἕλκη Arst.);
2 выклевывать (τὰ ὄμματα Arst.; τὸ ἧπαρ, sc. Προμηθέως Anth.);
3 (о Пегасе), выбивать ударом копыта (κρήνην Anth.);
4 высекать, вырезывать (γράμμα εἰς αἴγειρον Anth.).
Greek Monolingual
(Α κολάπτω)
1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ.
β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.)
2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω
αρχ.
1. (για ίππους) πλήττω, χτυπώ με την οπλή
2. (για τον Πήγασο) παράγω κάτι χτυπώντας το έδαφος με τις οπλές («κολάπτειν κρήνην», Ανθ. Παλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κολάπτω εμφανίζει θ. κολα- που ανάγεται σε IE kolә- ετεροιωμένη / απαθή βαθμίδα της αρχικής ρίζας kelә- «χτυπώ, σχίζω» (πρβλ. λιθουαν. kalu, kalti «σφυρηλατώ, πλάθω») και κατάλ. -πτω, κατά τα σκάπτω, κόπτω. Η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. κόλος, κελεός, κ.λπ.
ΠΑΡ. κολαπτήρ(-ας), κολαπτός.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) -κολάπτω: εκκολάπτω
αρχ.
διακολάπτω, εγκολάπτω, εισκολάπτω, επεγκολάπτω, επικολάπτω, περικολάπτω, προσεγκολάπτω, συγκολάπτω. (Β' συνθετικό) -κολάπτης: δρυοκολάπτης
αρχ.
δενδροκολάπτης, δρυκολάπτης, κρανοκολάπτης.
Greek Monotonic
κολάπτω: μέλ. -ψω, λέγεται για πουλιά,
1. χτυπώ, δαγκώνω, σκαλίζω, τσιμπώ, σε Λουκ., Ανθ.· λέγεται για τον Πήγασο, χτυπώ το έδαφος με την οπλή, σε Ανθ.
2. σκαλίζω ή σμιλεύω, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κολάπτω: μέλλ. -ψω, ἐπὶ πτηνῶν, κτυπῶ, δάκνω, σκαλίζω, τσυμπῶ διὰ τοῦ ῥάμφους, (πρβλ. δρυοκολάπτης), τὰ ἕλκη, τὰ ὄμματα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 18· τὸ ἧπαρ, ἐπὶ τοῦ ἀετοῦ τοῦ κολάπτοντος τὸ ἧπαρ τοῦ Προμηθέως, Λουκ. π. Θυσ. 6· κ. τινά, ἐπὶ γεράνου, Ἀνθ. Π. 11. 369· μεταφ. ἐπὶ ἀνθρώπου, ᾠὰ κολάπτων Ἀναξίλ. ἐν «Λυροποιῷ» 1. 4··― ἐπὶ τοῦ Πηγάσου τύπτοντος τὸ ἔδαφος διὰ τῆς ὁπλῆς αὑτοῦ, Ἀνθ. Π. 15. 25, 19. 2) γλύφω, χαράσσω, γράμμα εἰς αἴγειρον Ἀνθ. Π. 9. 341, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 101· τὸ δόγμα κολαφθὲν εἰς στάλαν Συλλ. Ἐπιγρ. 5475. 25, πρβλ. 5491. 22· πρβλ. ἐγκολάπτω.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: peck (of birds), strike, carve, engrave (IA., Aeol.).
Other forms: Aor. κολάψαι,
Compounds: also with prefix, esp. ἐν-, ἐκ-.
Derivatives: ἐγ-, ἐκ-κόλαψις cut in, out (inscr., Arist.), ἐγ-κόλαμμα inscription (LXX, Priene), (ἐγ-)κολαπτός carved out (inscr., LXX); κολαπτήρ m. chisel with δια-κολαπτηρίζω engrave with a chisel (Lebadeia); also as compound of δόρυ and κολάπτειν with -της-, δρυ(ο)-κολάπτ-[τ]ης woodpecker (Ar., Arist.; further s. δρῦς), thus κρανο-κολάπτης name of a venomenous spider (Philum.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On κόλαφος s. v. Ending as in σκάπτω, δαρδάπτω, κόπτω (with labial of the root) and perhaps built after these as replacement of a disyllabic root-verb, which is preserved in Lith. kalù, kálti forge, hammer, OCS koljǫ, klati σφάττειν, Russ. колоть sting, split, chop, IE. *kolh₂-. Several words have been connected with this root in Greek, s. κόλος, κελεός, κλάω, but see s. vv. Cf. Pok. 545f. *kelH-. - The other languages have no labial enlargement. Best is to assume that it is derived from κόλαφος, which seems quite possible.
See also: s. κόλος, κελεός, κλάω.
Middle Liddell
κολάπτω,
1. of birds, to peck at, Luc., Anth.:—of Pegasus, to strike the ground with his hoof, Anth.
2. to carve or chisel, Anth.
Frisk Etymology German
κολάπτω: {koláptō}
Forms: Aor. κολάψαι,
Grammar: v.
Meaning: behacken, behauen, durch Stoßen und Schlagen aushöhlen, meißeln (ion. att., äol. usw.).
Composita: auch mit Präfix, bes. ἐν-, ἐκ-,
Derivative: Davon ἐγ-, ἐκκόλαψις ‘das Ein-, Aus- >hauen’ (Inschr., Arist.), ἐγκόλαμμα Inschrift (LXX, Priene), (ἐγ-)κολαπτός eingehauen (Inschr., LXX); κολαπτήρ m. Meißel mit διακολαπτηρίζω mit einem Meißel behauen (Lebadeia); außerdem als Zusammenbildung von δόρυ und κολάπτειν mit της-Suffix δρυ(ο)-κολάπτ-[τ]ης Specht (Ar., Arist. usw; weiteres s. δρῦς), ebenso κρανοκολάπτης N. einer giftigen Spinne (Philum.). — Zu κόλαφος s. bes.
Etymology: Ausgang wie in σκάπτω, δαρδάπτω, κόπτω u. a. (mit wurzelhaftem Labial) und vielleicht nach diesen gebildet als Ersatz eines zweisilbigen Wurzelverbs, das in lit. kalù, kálti schmieden, hämmern, aksl. koljǫ, klati σφάττειν, russ. kolotь stechen, spalten, hacken erhalten ist, idg. qolə-. Die Sippe hat im Griechischen zahlreiche Vertreter, s. κόλος, κελεός, κλάω.
Page 1,896-897