δυοειδής

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές,

   A of two forms, double, dual, λόγος Porph.VP50; τὸ δ. τῆς ψυχῆς Herm.in Phdr.p.167 A. Adv. -δῶς Dam.Pr.55.

German (Pape)

[Seite 674] ές, von zweierlei Gestalt, Art, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυοειδής: -ές, δύο εἰδῶν, Πορφύρ. Β. Πυθ. 50.

Spanish (DGE)

-ές

• Alolema(s): δυειδής Dam.in Prm.189
1 de doble naturaleza, doble, binario λόγος Porph.VP 50, cf. Dam.Pr.54, ἀρχή Dion.Ar.DN 4.21, μεσότης Dam.in Prm.l.c.
subst. τὸ δ. τῆς ψυχῆς la naturaleza dual de su ser Herm.in Phdr.167, cf. Procl.Theol.Plat.5.22, Syrian.in Metaph.113.13, 24, Simp.in de An.90.32.
2 adv. -ῶς de forma dual op. μονοειδῶς Dam.Pr.55.

Greek Monolingual

δυοειδής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει δύο μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. το δυοειδές
διπλή μορφή.