A inhospitable, Poll.9.22.
German (Pape)
[Seite 685] ungastlich, πόλις Poll. 9, 22.
Greek (Liddell-Scott)
δύσξενος: -ον, ἄξενος, Πολυδ. Θ΄, 22.
Spanish (DGE)
-ον inhóspito πόλις Poll.9.22.
Greek Monolingual
δύσξενος, -ον (Α)
εχθρικός προς τους ξένους.