δωδεκατημόριο
Greek Monolingual
το (AM δωδεκατημόριον)
το ένα δωδέκατο συνόλου
νεοελλ.
το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού του κράτους
αρχ.
1. καθένα σημείο του ζωδιακού κύκλου
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη.
το (AM δωδεκατημόριον)
το ένα δωδέκατο συνόλου
νεοελλ.
το ένα δωδέκατο τών ετήσιων πιστώσεων του προϋπολογισμού του κράτους
αρχ.
1. καθένα σημείο του ζωδιακού κύκλου
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα μέρη.