δυστυχώ

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(AM δυστυχῶ (-έω)
είμαι άτυχος, δυστυχισμένος
νεοελλ.
βρίσκομαι σε οικονομική εξαθλίωση
(αρχ. μσν.) έχω το δυστύχημα να έχω («τὴν λίμνην ἀντιμέτωπον δυστυχήσαντες»)
αρχ.
1. παθ. καταντώ δυστυχής
2. (με εμπρόθ. προσδ.) υφίσταμαι ατυχία («δυστυχῆ παίδων πέρι», Ευρ.).