ατυχία
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
και ατυχιά, η (AM ἀτυχία) ατυχής
1. δυστυχία ή κακοτυχία
2. κακοπάθημα, συμφορά
3. κακή πράξη ή έγκλημα
μσν.- νεοελλ.
1. πονηρία, κακία
2. ηθική αθλιότητα
3. μοιχεία, απιστία συζυγική
4. ανοησία, άστοχη πράξη
μσν.
1. δειλία
2. περιφρόνηση.