εβδομηκοστός

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἑβδομηκοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα
2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν)
ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.