-ή, -ό (AM ἑβδομηκοστός, -ή, -όν)1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν)ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.