ἑβδομηκοστός
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
English (LSJ)
ἑβδομηκοστή, ἑβδομηκοστόν, seventieth, Hp.Epid.7.7, LXX Za.1.12.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 septuagésimo (ἡμέρη) Hp.Epid.7.7, ἔτος LXX Za.1.12, Plb.23.12.1, TAM 5.491 (I d.C.), Ὀλυμπιάς Eratosth.Fr.Hist.7, Plu.2.835a, Paus.6.3.8, ἑβδομηκοστὴ καὶ ἑβδόμη γενεά Gr.Nyss.Hom.creat.55.12
•subst. ὁ ἑ. el (salmo) septuagésimo Gr.Nyss.Pss.95.20.
2 que dura setenta años χρόνος Thdt.M.80.1876D.
3 fem. subst. ἡ ἑ. (sc. ἡμέρα) el septuagésimo día τοῦ θεοῦ prob. ref. un día dentro de un período festivo SB 13867.47 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 700] der siebzigste, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομηκοστός: -ή, -όν, Ἱππ. 1211Ε.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑβδομηκοστός, -ή, -όν)
1. αυτός που στην αριθμητική σειρά έχει τη θέση με αριθμό εβδομήντα
2. το ουδ. ως ουσ. το εβδομηκοστό(ν)
ένα από τα εβδομήντα ίσα μέρη στα οποία διαιρείται ένα σύνολο.