εγκρατής

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές (AM ἐγκρατής, -ές)
ο κύριος του εαυτού του, αυτός που αυτοσυγκρατείται, που έχει αυτοκυριαρχία
αρχ.
1. όποιος διαθέτει κράτος ή εξουσία
2. ο ικανός να κρατεί κάτι γερά, σταθερά
3. ισχυρός, στερεός («ἐγκρατέστατον σίδηρον»)
4. φρ. «ναὸς ἐγκρατῆ πόδα» — το σκοινί του μεγάλου ιστίου.