αυτοκυριαρχία

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η
το να κυριαρχεί κάποιος στον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + κυριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Νικόλαο Ι. Σαρίπολο].