-ο (AM ἐγκοίλιος, -ον)1. αυτός που βρίσκεται μέσα στην κοιλιά2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εγκοίλια(για πλοία) τα εγκάρσια ξύλα της κοιλιάς του πλοίου, οι πλευρές, νομείςαρχ.εντόσθια.