εγρήγορση

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἐγρήγορσις)
η κατάσταση του άγρυπνου, το να είναι κανείς ξύπνιος
μσν.- νεοελλ.
το να έχει κανείς ακμαίες τις πνευματικές του δυνάμεις
νεοελλ.
προσοχή.