ξύπνιος

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

-α, -ο
1. ξυπνητός, άγρυπνος, αυτός που δεν κοιμάται
2. μτφ. έξυπνος, ευφυής
3. το αρσ. ως ουσ. ο ξύπνιος
εγρήγορση, αφύπνιση, ξύπνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυπνός + κατάλ. -ιος, κατά το σχήμα ορθός: όρθιος].