ἐγχειρητής

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who undertakes, καινῶν ἔργων Ar. Av.257; πράξεως Ph.2.27: abs., Adam.Phgn.2.39.

German (Pape)

[Seite 713] ὁ, der Etwas angreift, Unternehmer, Ar. Av. 258 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχειρητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐπιχειρῶν τι, ὁ ἐπιλαμβανόμενός τινος, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 257.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui entreprend, entreprenant, aventurier.
Étymologie: ἐγχειρέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
emprendedor c. gen. καινῶν ἔργων τ' ἐ. Ar.Au.257, πράξεως Ph.2.27, cf. Adam.2.39.

Greek Monolingual

ο (AM ἐγχειρητής)
νεοελλ.
χειρουργός
αρχ.
αυτός που επιχειρεί κάτι.