ἐγκολπίας

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ἄνεμος, a local wind

   A blowing from a bay, Arist.Mu.394b15.

German (Pape)

[Seite 709] ἄνεμος, Wind, der im Meerbusen entsteht, Arist. mund. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκολπίας: ἄνεμος, ἐπιτόπιος ἄνεμος, ἐν κόλπῳ τινὶ γεννώμενος καὶ πνέων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4, 10.

Spanish (DGE)

-ου
adj. que sopla desde un golfo ἄνεμος Arist.Mu.394b15, cf. Seneca QN 5.8.1.

Greek Monolingual

ο (AM ἐγκολπίας)
τοπικός άνεμος που πνέει από θαλάσσιο κόλπο, η μποκαδούρα.