-η, -ο (AM ἔγκριτος, -ον)μσν.- νεοελλ.1. (για πρόσ.) διαπρεπής, εξαίρετος («έγκριτος δικηγόρος»)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. οι έγκριτοιόσοι ξεχωρίζουν ή διακρίνονται («οι έγκριτοι του χωριού»)αρχ.αυτός που γίνεται δεκτός ή παραδεκτός.