(-έω) (AM ἐγκυμονῶ)κυοφορώνεοελλ.«εγκυμονώ κινδύνους»(για κατάσταση, ενέργεια κ.λπ.) κρύβω κινδύνους (όχι φανερούς στους πολλούς) οι οποίοι θα ξεσπάσουν στην ώρα τους.