κυοφορώ
From LSJ
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
Greek Monolingual
(AM κυοφορῶ, -έω) κυοφόρος
1. έχω στην κοιλιά μου έμβρυο, εγκυμονώ, είμαι έγκυος («αὕτη ἡ νοῦσος ἐπὴν κυοφοροῦσῃ ἐγγίνηται, ἀποθνήσκει», Ιπποκρ.)
2. φέρω κάτι μέσα μου σε λανθάνουσα κατάσταση (α. «η κατάσταση κυοφορεί κινδύνους» β. «κυοφορεῖ καὶ ὠδίνει καὶ ἀποτίκτει πολλὰ ἡ διάνοια», Φίλ.)
νεοελλ.
σκέφτομαι, έχω στο νου μου, μελετώ, σχεδιάζω.