εκατοστάρι

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και κατοστάρι, το
1. το νόμισμα τών εκατό δραχμών, το εκατοστάρικο
2. βάρος εκατό δραμιών
3. ποσότητα υγρού εκατό δραμίων καθώς και το δοχείο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση αυτής της ποσότητας, το κατοσταράκι.