ἔκκριμα

Revision as of 07:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A secretion, Thphr.Ign.76.

German (Pape)

[Seite 765] τό, das Ausgeschiedene, Excrement, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκκρῐμα: τό, ἐκκριθέν, τὸ ἀποχωρισθέν, Θεόφρ. π. Πυρὸς 76.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 exhalaciónde vapor, Thphr.Ign.76.
2 secreciónde semen Suppl.Mag.79.1, plu. gener., Simp.in Ph.173.25.
3 desecho, depósito τὰ πεταλώδη ἐκκρίματα ἐν τῷ οὔρῳ Steph.in Hp.Aph.2.424.27, cf. 426.1.

Greek Monolingual

το (AM ἔκκριμα)
προϊόν έκκρισης, αυτό που προέρχεται από έκκριση.