exhalación
From LSJ
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
Spanish > Greek
ἀασμός, ἀνάδοσις, ἀναθυμίαμα, ἀναθυμίασις, ἀναπνοή, ἀναφορά, ἀναφύσημα, ἀνίμησις, ἀπόκρισις, ἀποπνοή, ἀπόπνοια, ἀπορροή, ἀπόρροια, ἀποφορά, ἀστμή, ἀτμίς, ἀτμός, αὖρα, διάκρισις, διαφύσησις, διεκπνοή, διεκπνοὴ, εἰσπνοή, ἐκθυμίασις, ἔκκριμα, ἔκκρισις, ἐκκφύσησις, ἔκπνευσις, ἐκπνοή, ἐκροή, ἔξασθμα, ἐπαναφορά, εὔπνοια, πνεῦμα, πνοή