ἐκλόγησις
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, die Erforschung, D. L. 10, 144.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλόγησις: -εως, ἡ, ἔρευνα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144.
Greek Monolingual
ἐκλόγησις, η (Α)
διερεύνηση.
[Seite 767] ἡ, die Erforschung, D. L. 10, 144.
ἐκλόγησις: -εως, ἡ, ἔρευνα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144.
ἐκλόγησις, η (Α)
διερεύνηση.