διερεύνηση
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
Greek Monolingual
η (AM διερεύνησις) διερευνώ
λεπτομερής έρευνα ή εξέταση
νεοελλ.
1. μελέτη σε βάθος, από κάθε άποψη
2. φρ. «διερεύνηση εξισώσεως» — θεωρητική εξέταση τών όρων της εξισώσεως και τών διαφόρων λύσεων στις οποίες οδηγούν οι υποθέσεις που διατυπώνονται επί τών δεδομένων.