ἐκλόγησις
From LSJ
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
German (Pape)
[Seite 767] ἡ, die Erforschung, D. L. 10, 144.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλόγησις: εως ἡ исследование Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλόγησις: -εως, ἡ, ἔρευνα, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 144.
Greek Monolingual
ἐκλόγησις, η (Α)
διερεύνηση.