εκπηδώ

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(-άω) (AM ἐκπηδῶ)
πηδώ προς τα έξω, ξεπετιέμαι από κάποιο σημείο
νεοελλ.
εμφανίζομαι ξαφνικά
αρχ.
1. εξορμώ
2. φεύγω κρυφά
3. μεταπηδώ, μεθίσταμαι
4. εκτοπίζομαι
5. εκτινάσσομαι
6. (για την καρδιά) τινάζομαι από ισχυρό συναίσθημα, πάλλομαι.