μεταπηδώ

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταπηδῶ, -άω)
1. αλλάζω θέση με άλμα, πηδώ από το ένα μέρος σε άλλο
2. μτφ. αλλάζω κατάσταση σαν να κάνω άλμα, μεταβάλλω απότομα τη γνώμη μου, απαρνούμαι τις μέχρι τώρα αρχές και πεποιθήσεις μου και ασπάζομαι νέες
νεοελλ.
μτφ. αποσκιρτώ, αυτομολώ, αποστατώ
μσν.
1. μεταβαίνω ορμητικά
2. ξεπερνώ, υπερβαίνω
αρχ.
πηδώ στο μέσον.