συναίσθημα

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναίσθημα Medium diacritics: συναίσθημα Low diacritics: συναίσθημα Capitals: ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ
Transliteration A: synaísthēma Transliteration B: synaisthēma Transliteration C: synaisthima Beta Code: sunai/sqhma

English (LSJ)

-ατος, τό, joint perception, IG22.1099.32 (Epist. Plotinae, ii A.D.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συναισθάνομαι
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα που προέρχεται από την αίσθηση, η εντύπωση που δημιουργείται στο άτομο μέσω τών αισθητήριων οργάνων, δηλαδή η άμεση και στοιχειώδης εμπειρία η οποία οφείλεται στον ερεθισμό τών υποδοχέων τών αισθητήριων οργάνων
2. η μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή του εγώ σε ποικίλες καταστάσεις, η οποία ακολουθεί την άμεση συνειδητοποίηση από αυτό ερεθισμών, με τους οποίους ο άνθρωπος βιώνει την ύπαρξη όντων και φαινομένων, καθώς καί ερεθισμών που αποτελούν συνέπεια της λειτουργίας διαφόρων οργάνων και φυσιολογικών συστημάτων του οργανισμού
3. η άμεση συνείδηση μιας ύπαρξης, η αξία της οποίας δεσμεύει το υποκείμενο με έναν ορισμένο τρόπο
4. πεποίθηση, δοξασία, φρόνημα (α. «θρησκευτικά συναισθήματα» β. «ηθικά συναισθήματα»)
5. φρ. α) «ασυνείδητο συναίσθημα» — υποσυνείδητη συγκινησιακή αντίδραση που εκδηλώνεται μέσω αναπληρωματικών μηχανισμών, όπως είναι η κατάθλιψη ή άλλα νευρωτικά-ψυχοσωματικά συμπτώματα
β) «συναίσθημα ενοχής»
(στην ψυχανάλυση) το συναίσθημα που εκπηγάζει από ένα έμφυτο καταστροφικό ένστικτο και προέρχεται από το οιδιπόδειο σύμπλεγμα
γ) «κοινωνικό συναίσθημα»
(κατά τον Άντλερ) η στάση που διαμορφώνει ο άνθρωπος σε σχέση με τον ανθρώπινο περίγυρό του
αρχ.
το να αντιλαμβάνεται κανείς δύο πράγματα ταυτόχρονα.