-η, -ο (AM ἔκνομος, -ον)παράνομος, άδικος («ἐκνομη ενέργεια»)μσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το έκνομονπαρανομίααρχ.1. αποκηρυγμένος2. τερατώδης, αποτρόπαιος.