ἔκνομος
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἔκνομον,
A outlawed, A.Eu.92.
II = ἐκνόμιος (unusual, marvellous, lawless), Orph.A.60; unlawful, monstrous, τιμωρίαι D.S.14.112, cf. Ael.Fr.217, Ph.2.165, al.: Sup., ib.280.
III Adv. ἐκνόμως = discordantly, A.Ag.1473 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 expulsado de su tierra, proscrito de Orestes, A.Eu.92.
2 injusto, fuera de la ley δικαστής Poll.8.12.
II de abstr.
1 que está fuera del orden legal, irregular (σύζευξις) op. ἔννομος c. alusión a los adulterios de Zeus, Procl.in Cra.93
• ilícito κέρδος de los traficantes de esclavos, Ph.2.338, ἔκνομοι καὶ ἔκθεσμοι ὁμιλίαι del incesto, Ph.1.267, cf. 2.202, δεινὰ καὶ ἔκνομα ... πεπονθέναι ref. a la relación incestuosa entre Clímeno y Harpálice, Parth.13.3, τὸ ἔ. τε καὶ ἔκδικον ἐκεῖνο ἔργον Ael.NA 4.7
• que está fuera de toda norma, disparatado ἀφροσύναι Ph.2.165, αὐδή Orph.A.60
• que contraviene la ley, ilegal, injusto τελευτή ref. a la muerte de un condenado sin juicio, Arr.An.4.14.2, τιμωρίαι D.S.14.112, πρᾶξις ἔ. καὶ τελέως ἀλλοτριωτάτη τῶν Ἑλληνικῶν νομίμων D.S.30.13, οὔτε τι ῥέξα ἡμετέρων θυέων ἔκνομον = ni hice nada que contraviniera nuestros sacrificios Gr.Naz.M.37.1320A, neutr. plu. como adv. εἴθε δὲ μὴ χρῄζοις μήτ' ἔκνομα μήτε δικαίως = ¡ojalá no utilices la espada ni ilícita ni justamente! Ps.Phoc.33.
2 en lit. crist. que se aparta del dogma, erróneo en la relación con la fe ἃ ἀμφότερα ἔκνομα Soz.HE 5.14.3.
III adv. ἐκνόμως
1 salvaje, cruelmente ἐφ' οἷς ἐκδίκως τε καὶ ἐ. ὑπομένουσιν Ael.NA 5.49.
2 contra o fuera de la ley, de manera impía, injustamente τῶν ἐ. ἀναιρεθέντων Ἰουδαίων Ph.2.544, ἐ. δικάσει παρὰ τὸ δίκαιον Sch.A.A.1472 (p.202), cf. Poll.8.13, Sud.
German (Pape)
[Seite 770] außer dem Gesetz, ungesetzlich, ungerecht; δικαστής Poll. 8, 12; entsetzlich, τιμωρίαι D. Sic. 14, 112; αὐδή Orph. Arg. 59. – Adv. ἐκνόμως, ὑμνεῖν, freventlich, Aesch. Ag. 1452.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est hors la loi.
Étymologie: ἐκ, νόμος.
Russian (Dvoretsky)
ἔκνομος:
1 стоящий вне закона, т. е. беззащитный, гонимый (τὸ ἐκνόμων σέβας Aesch.);
2 необыкновенный, ужасный (τιμωρίαι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνομος: -ον, ὁ ἔξω τοῦ νόμου, παράνομος, ἀποκεκηρυγμένος, Λατ. exlex, Αἰσχύλ. Εὐμ. 92. ΙΙ. = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ἀργ. 59· παράνομος, τερατώδης, ἀποτρόπαιος, Λατ. nefastus, τιμωρίαι Διόδ. 14. 112· ἀντίθετον τῷ ἔννομος. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1473, πιθανῶς σημαίνει, παραφώνως, παραχόρδως.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκνομος, -ον)
παράνομος, άδικος («ἐκνομη ενέργεια»)
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το έκνομον
παρανομία
αρχ.
1. αποκηρυγμένος
2. τερατώδης, αποτρόπαιος.
Greek Monotonic
ἔκνομος: -ον, παράνομος, Λατ. exlex, σε Αισχύλ.· επίρρ. -μως, αυτός που βρίσκεται εκτός τόνου, παράφωνος, φάλτσος, ασύμμετρος, ασύμφωνος, δυσανάλογος, στον ίδ.
Middle Liddell
ἔκ-νομος, ον
outlawed, Lat. exlex, Aesch.:—adv. -μως, out of tune, discordantly, Aesch.