ἐκφοίτησις

Revision as of 07:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A becoming public, J.AJ19.1.7.

German (Pape)

[Seite 786] ἡ, das Herausgehen, τῶν λόγων εἰς πολλούς, das Bekanntwerden, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφοίτησις: -εως, ἡ, διάδοσις, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Κλήμ. Ἀλ. 685.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
divulgación c. gen. obj. μὴ ὑπὸ Κλήμεντος ἐ. γένοιτο αὐτῶν I.AI 19.47, τῆς εἰς τοὺς πολλοὺς τῶν λόγων ἐκφοιτήσεως Clem.Al.Strom.5.10.66.

Greek Monolingual

ἐκφοίτησις, η (Α)
διάδοση, γνωστοποίηση, κοινολόγηση.