ἐμμενής, -ές (Α)1. σταθερός, επίμονος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμενέςσταθερότητα, επιμονή3. (το ουδ. ως επίρρ.) με επιμονή, αδιάλειπτα.