ἐμβρυοκτόνος

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 807] die Frucht im Mutterleibe tödtend, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβρυοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὸ ἔμβρυον ἐντὸς τῆς μήτρας, Βασιλ. IV. 677Α.

Spanish (DGE)

-ον
que mata al feto, abortivo τὰ ἐ. δηλητήρια (φάρμακα) Basil.Ep.188.8.

Greek Monolingual

-ο (Α ἐμβρυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει το έμβρυο μέσα στη μήτρα.