ο (AM ἔμβιος, -ον)αυτός που έχει μέσα του ζωή, ζωντανόςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο έμβιοςγένος εμβιόπτερων εντόμωναρχ.1. (για φυτά) αυτός που διατηρεί τις ιδιότητες της ζωής μετά το κόψιμο και μπορεί να μεταφυτευθεί2. ισόβιος.