ἐμφανία

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ἡ,

   A information laid, IG9(1).267.10 (Opus).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφανία: ἡ, καταγγελία (;) Ἐπιγρ. Λοκρῶν Ὀπουντίων ἐν Ἀθην. τ. Α΄, σ. 489˙ πρβλ. Κουμανούδη Συναγ. Ἀθησ. λέξ. ἐν λ. καὶ ἴδε φάσις (Α).

Greek Monolingual

ἐμφανία, η (Α)
μαρτυρία, καταγγελία.