καταγγελία
ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness
English (LSJ)
ἡ,
A proclamation, πολέμου Luc.Par.42; especially of games or festivals, ἐκ καταγγελίας ἐπιτελεῖν ἀγῶνα Plu.Rom. 14; τὴν κ. ἐποιήσαντο πρεπόντως OGI319.13 (Magn. Mae., ii B.C.), cf. CIG3656.6 (Cyzicus, ii B.C.); τὰν κ. ἀποδέχεται ib.12.
II denunciation, J.AJ10.7.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1341] ἡ, Verkündigung, Ankündigung; θέαν ἐκ καταγγελίας ἐπετέλει πανηγυρικήν Plut. Rom. 14; πολέμου Luc. Parasit. 42; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
annonce, déclaration.
Étymologie: καταγγέλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταγγελία -ας, ἡ [καταγγέλλω] aankondiging:. ἀγῶνα... ἐκ καταγγελίας ἐπιτελεῖν bij proclamatie een wedstrijd houden Plut. Rom. 14.5; κ. πολέμου oorlogsverklaring Luc. 33.42.
Russian (Dvoretsky)
καταγγελία: ἡ объявление (πολέμου Luc.): ἐκ καταγγελίας Plut. согласно объявлению или на основании предписания.
Greek Monolingual
η (AM καταγγελία) καταγγέλλω
κατηγορία
νεοελλ.
1. ειδοποίηση για παράνομη ενέργεια η οποία απευθύνεται σε αρμόδια αρχή
2. φρ. «καταγγελία συνθήκης» ή «καταγγελία σύμβασης» — ειδοποίηση του ενός από τους συμβαλλομένους προς τον άλλο ότι επιθυμεί τη λήξη ή τη διακοπή της συνθήκης ή της σύμβασης
μσν.-αρχ.
η αναγγελία, η γνωστοποίηση («τῇ καταγγελίᾳ τοῦ Φιλίππου πολέμου τὴν πόλιν προὔδοσαν», Λουκιαν.)
αρχ.
απόφαση, ψήφισμα.
Greek Monotonic
καταγγελία: ἡ, διακήρυξη, προκήρυξη, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
καταγγελία: ἡ, προκήρυξις, πολέμου Λουκ. Παράσ. 42· ἐκ καταγγελίας ἐπιτελεῖν ἀγῶνα Πλουτ. Ρωμ. 14· κατ. ποιεῖσθαι, ἀπόφασιν, ψήφισμα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3656. ΙΙ. καταγγελία, κατηγορία, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 10. 7, 4.
Middle Liddell
καταγγελία, ἡ,
proclamation, Luc. [from καταγγέλλω