φάσις

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰ́σις Medium diacritics: φάσις Low diacritics: φάσις Capitals: ΦΑΣΙΣ
Transliteration A: phásis Transliteration B: phasis Transliteration C: fasis Beta Code: fa/sis

English (LSJ)

(A) [ᾰ], φάσεως, ἡ (: (φαίνω):—
A denunciation, information laid, γραφαὶ ἢ φάσεις ἢ ἐνδείξεις ἢ ἀπαγωγαί And.1.88, cf. Lys.Fr.209 S., Din.Fr.89.36, D.25.78, Lex ap.eund.35.51; ἡ περὶ τὸ πλοῖον φάσις Id.58.5, cf. SIG695.83 (Magn.Mae., ii B. C.).
II (φαίνομαι) appearance, of stars, Ti.Locr.97 b, Arist.Mete.342b34, Nic.Th.122, Phld.D.3.10, etc.: special uses,
a πρὸς τὸν ὁρίζοντα φάσις appearance above the horizon, opp. ὑπὸ τὸν ὁρίζοντα κρύψις, Gem.13.2.
b heliacal rising, opp. κρύψις, φ. ἑῷαι, ἑσπέριαι, Ptol. Tetr.99, cf. Alm.8.6, al.
c including the previous signf. and κρύψεις, Id.Phas.p.3 H., al. (pl.), Vett.Val. 241.30 (pl.).
d pl., phases of the moon, Gem.8.11, Gal.9.904, Man. 2.491,497.
2 an appearance, trace, τινος Anon. ap. Suid. s.v. φασί.

(B) [ᾰ], φάσεως, ἡ (: (φημί):
I utterance, expression, Arist. Int.16b27, 17a17.
II statement, proposition, comprehending both κατάφασις and ἀπόφασις (affirmation and denial), these being αἱ ἀντικείμεναι φάσεις, ib.21b18, Metaph. 1011b14, 1062a6; ἀναπόδεικτοι φάσεις Id.EN1143b12: opp. ζήτησις, ib.1142b14.
2 = κατάφασις, affirmation, opp. ἀπόφασις, Pl.Sph.263e, Arist.APr.51b20, 62a14, Metaph. 1008a9.
3 mere assertion, without proof, PCair.Zen.620.20 (iii B.C.), Hipparch 2.2.23, Phld.Rh.2.296 S.: pl., Mitteis Chr.31 ix 8 (ii B.C.), Hipparch.1.1.9, Phld.Mus.p.77 K.
4 judgement, sentence, Greg.Cor. in Hermog. in Rh.7(2).1121 W.
5 rumour, Act.Ap. 21.31; but, tidings, καλαὶ φάσεις POxy.805 (i B. C.); πέμψον μοι τὴν φάσιν send me word, ib. 2149.17 (ii/iii A.D.), cf. 293.4,8 (i A.D.), 530.30 (ii A. D.).
6 in Music, dub. sens., ἐνῆς( = ἐνῆν) ἐν τῷ μέλει πολλὰ φ. IG7.1818.7 (Thespiae, iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1258] ἡ (φημί), 1) Sprache, Rede, Arist. eth. 6, 9,3. – 2) Bejahung, Behauptung, Gegensatz ἀπόφασις, Plat. Soph. 263 e; Pol. 7, 13, 2 u. Sp. ἡ (φαίνω), 1) Anzeige, Anklage, Andoc. 1, 88; bes. gegen Schleichhändler, Schmuggler, Dem. 25, 78. 35, 51 u. sonst; vgl. Meier u. Schömann Att. Prozess p. 248 ff. – 2) vom med. φαίνομαι, Schein, Erscheinung, der Gestirne, Tim. Locr. 97 b.

French (Bailly abrégé)

φάσεως (ἡ) :
parole ; particul. déclaration, délation, bruit, rumeur.
Étymologie: φημί.

Russian (Dvoretsky)

φάσις:
I εως (ᾰ) ἡ φαίνω
1 выявление, изобличение, донос (преимущ. на виновников контрабандной торговли) Dem.;
2 астр. появление, восхождение, восход Plat., Arst.
II εως (ᾰ) ἡ φημί
1 высказывание: λόγος ὡς φ., ἀλλ᾽ οὐχ ὡς κατάφασιςἀπόφασις Arst. речь как высказывание (вообще), а не как утверждение или отрицание;
2 утверждение: κατὰ παντὸς ἑνὸς ἢ φ. ἢ ἀπόφασις ἀληθής Arst. обо всяком отдельном предмете верно или утверждение, или отрицание;
3 молва, слух: ἀνέβη φ. τινί NT до кого-л. дошел слух.

Greek (Liddell-Scott)

φάσις: [ᾰ], (Α), εως, ἡ· (φαίνω, πρβλ. φάω)· ― κατηγορία, καταμήνυσις, καταγγελία, μάλιστα κατὰ λαθρεμπόρων, γραφαί, ἢ φάσεις, ἢ ἐνδείξεις, ἢ ἀπαγωγαὶ Ἀνδοκ. 12. 9, πρβλ. Λυσίαν καὶ Δείναρχ. παρὰ Σουΐδ., Δημ. 793. 16., 941. 14· φ. περὶ τὸ πλοῖον ὁ αὐτ. 1323. 6. ΙΙ. (φαίνομαι) τὸ φαίνεσθαι, ἐμφάνισις, ἄστρων Τίμ. Λοκρ. 97Β, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 2, Νίκ., κλπ. 2) ἐμφάνισις, ἴχνος, τινὸς Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.

English (Strong)

from φημί (not the same as "phase", which is from φαίνω); a saying, i.e. report: tidings.

English (Thayer)

φασεως, ἡ (from φαίνω);
1. in the Attic orators, "the exposure of (informing against) those who have embezzled the property of the state, or violated the laws respecting the importation or exportation of merchandise, or defrauded their wards".
2. universally, a disclosure of secret crime (κοινῶς δέ φασεις ἐκαλουντο πᾶσαι αἱ μηνυσεις τῶν λανθανοντων ἀδικημάτων, Pollux 8,6, 47): Susanna, 55, Theod.; of information by report (A. V. tidings), Acts 21:31.

Greek Monolingual

(I)
-εως, ἡ, ΜΑ
βλ. φάση.
(II)
-εως, ἡ, Α
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φημί, λόγος
2. πρόταση, ισχυρισμός που περιλαμβάνει και την κατάφαση και την απόφαση, οι οποίες ορίζονται ως αντικείμενες φάσεις
3. διαβεβαίωση
4. ανακοίνωση, ειδοποίηση, είδηση («καλαὶ φάσεις», πάπ.)
5. φήμη
6. κρίση, καταδίκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰ- της συνεσταλμένης βαθμίδας του ρ. φημί + κατάλ. -σις].

Greek Monotonic

φάσις: [ᾰ] (Α), -εως, ἡ (φαίνω), κατηγορία, σε Δημ.
φάσις: [ᾰ] (Β), -εως, ἡ (φημί), ισχυρισμός, σε Αριστ.

Middle Liddell

1. an accusation, Dem.
2. an assertion, Arist.

Frisk Etymology German

φάσις: 1. φάσμα
{phásis}
Grammar: f.
Meaning: Anzeige,
See also: s. φαίνω.
Page 2,996
2. φάτις, φάσκω
{phásis}
Grammar: f.
Meaning: Aussage,
See also: s. φημί.
Page 2,996

Chinese

原文音譯:f£sij 法西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:聲稱(著)
字義溯源:述說,消息,新聞,報導,宣告,報信;源自(φημί)=說明),而 (φημί)出自(φῶς)=光), (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 報信(1) 徒21:31