ἐμπιπάσκομαι

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

= ἐμπάομαι,

   A acquire, χρήματα SIG56.22 (Argos, v B.C.).

Spanish (DGE)

adquirir χρε̄́ματα δὲ με̄̀ 'νπιπασκέσθο hο Κνόσιος que un cnosio no pueda adquirir bienes en Tiliso ICr.1.8.4b.3 (V a.C.).

Greek Monolingual

ἐμπιπάσκομαι (Α)
1. ποτίζω, δίνω σε κάποιον να πιεί
2. σβήνω τη δίψα μου.