εως, ἡ,
A attachment, Ph.Bel.82.39 (pl.); ἐνάψεις ἀγκυρῶν ib. 98.33.
-εως, ἡenganche τῶν γινομένων τοῖς καλῳδίοις ἐνάψεων Ph.Mech.82.39, τῶν ἀγκυρῶν Ph.Mech.98.33.
ἔναψις, η (Α)σύνδεση, δέσιμο, πρόσδεση.