πρόσδεση
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Greek Monolingual
η / πρόσδεσις, -έσεως, ΝΑ προσδέω (Ι)]
δέσιμο με κάτι, σύνδεση
νεοελλ.
προσχώρηση, υποταγή σε κάποιον («η πρόσδεσή του στο άρμα τών αντιπάλων τον εξέθεσε για πάντα στα μάτια της κοινής γνώμης»)
αρχ.
η ακινητοποίηση ενός μέλους του σώματος με επίδεσμο.