ἐναπόμαγμα

Revision as of 07:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impression, image, Herm.in Phdr.p.68A.

German (Pape)

[Seite 828] τό, das darin Abgedrückte, Hermias Schol. Plat. Phaedr. p. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναπόμαγμα: τό, τύπος, εἰκών, Ἑρμίας παρὰ τῷ Σχολ. Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ σ. 69.

Spanish (DGE)

-ματος, τό impronta τῆς αἰσθήσεως Herm.in Phdr.68.

Greek Monolingual

ἐναπόμαγμα, το (Α)
το αποτέλεσμα του εναπομάσσω, η αποτύπωση, η εικόνα.