αποτύπωση

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

η (Α ἀποτύπωσις)
η εντύπωση, η διατήρηση στη μνήμη
νεοελλ.
1. η εκτύπωση
2. μέθοδος διακόσμησης στην αγγειοπλαστική
3. το σύνολο των μετρήσεων που εκτελούνται κατά τη χαρτογράφηση μιας περιοχής.